Τοσκάνη

Τοσκάνη
Περιοχή της κεντρικής Ιταλίας (22.992 τ. χλμ., 3.562.517 κάτ.). Αποτελείται από τις επαρχίες Φλωρεντίας, Μάσα-Καρέρα, Αρέτσο, Γκροσέτο, Λιβόρνο, Λούκας, Πίζας, Πιστόιας και Σιένας. Διασχίζεται από τους ποταμούς Άρνο, Ομβρόνε, Τίβερι και Τσεσίνα και κυριαρχείται από την οροσειρά των Τοσκανικών Απεννίνων, κυριότερη κορυφή των οποίων είναι το όρος Αμιάτα (1.734 μ.). Η Τ. είναι μια από τις πλουσιότερες, σε ορυκτά, περιοχές της Ιταλίας. Έχει ορυχεία σιδήρου, λιγνίτη, υδραργύρου και λατομεία μαρμάρων και αλάβαστρου. Ιστορία. Στην αρχαιότητα η Τ. ονομαζόταν Τουσκία ή Ετρουρία. Toν 12o αι. π.Χ. την κατοικούσαν οι Τυρρηνοί. Στα χρόνια που ακολούθησαν υποτάχτηκε διαδοχικά στους Ρωμαίους, στους Οστρογότθους, στους Βυζαντινούς και στους Λομβαρδούς, οι οποίοι τη διαίρεσαν στα δουκάτα της Λούκας, της Φλωρεντίας και του Κιούζι. Αργότερα τα 3 αυτά δουκάτα ενώθηκαν και αποτέλεσαν μαργραβάτο με ηγεμόνες, που είχαν τον τίτλο του δούκα. Το 1569 έγινε μέγα δουκάτο και το 1801, με τη συνθήκη της Λουνεβίλ, μετονομάστηκε σε βασίλειο της Ετρουρίας, με ηγεμόνα τον Ινφάντη Λουδοβίκο της Πάρμας από τον οίκο των Βουρβώνων. Μερικά χρόνια αργότερα το 1807, προσαρτήθηκε στη Γαλλική αυτοκρατορία και παραχωρήθηκε στην αδελφή του Ναπολέοντα Ελίζα, που πήρε τον τίτλο της μεγάλης δούκισσας της Τ. Τελικά, το 1860, ύστερα από δημοψήφισμα, ενώθηκε με την Ιταλία και από τότε έπαψε να υπάρχει ως ανεξάρτητη χώρα. Η διάλεκτος των κατοίκων της Τ. επικράτησε σε όλη την Ιταλία και έγινε η κοινή και επίσημη ιταλική γλώσσα. Τοσκάνη. Αίθουσα της Λευρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, έργο του Μιχαήλ Άγγελου. Τοσκάνη: Σαν Τζιμινιάνο. Γραφικό χωριό στην Τοσκάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Τοσκανός — ο, θηλ. Τοσκανή Ν [Τοσκάνη] ο κάτοικος τής Τοσκάνης ή αυτός που κατάγεται από την Τοσκάνη …   Dictionary of Greek

  • τοσκανικός — ή, ό, Ν [Τοσκάνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τοσκάνη τής Ιταλίας ή που προέρχεται από αυτήν («τοσκανικό κρασί») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τοσκανική γλωσσ. ιταλική διάλεκτος, γλώσσα τής Τοσκάνης από την οποία προέκυψε η γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • κηλιδογράφοι — (ιταλ. macchiaioli). Το σημαντικότερο ιταλικό ζωγραφικό κίνημα του 19ου αι. Η ονομασία αυτή, αρχικά ειρωνική, οφείλεται σε ορισμένα τοπία που παρουσίασαν οι καλλιτέχνες (1862) και τα αποκαλούσαν κηλίδες, επειδή ήταν ζωγραφισμένα χωρίς προηγούμενη …   Dictionary of Greek

  • Σισμοντί, Ζαν-Σαρλ-Λεονάρ Σιμόντ ντε- — (Si smondi). Ελβετός οικονομολόγος και ιστορικός (Γενεύη 1773 1842). Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας στη Γενεύη (1793), η οικογένεια του Σ. αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Τοσκάνη, όπου αγόρασε κτήματα. Ο Σ. όμως ξαναγύρισε έπειτα από λίγο στη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”